αρκετός

αρκετός
-ή, -ό (Α ἀρκετός, -ή, -όν) [αρκώ]
ο επαρκής, ο ικανοποιητικός
νεοελλ.
(με αποδοκιμαστική σημασία) αυτός ο οποίος ξεπερνά το συνηθισμένο όριο ή αυτό που πρέπει («έχει αρκετή πονηρία»)
αρχ.
το μέχρι το έσχατο όριο ανοχής, εκείνο που φτάνει πια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀρκετός — sufficient masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρκετός — ή, ό επίρρ. ά επαρκής, ικανός, όσος χρειάζεται: Τον έχω συναντήσει αρκετές φορές. – Αρκετά δούλεψες, κάτσε τώρα να ξεκουραστείς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀρκετά — ἀρκετός sufficient neut nom/voc/acc pl ἀρκετά̱ , ἀρκετός sufficient fem nom/voc/acc dual ἀρκετά̱ , ἀρκετός sufficient fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρκετῶν — ἀρκετός sufficient fem gen pl ἀρκετός sufficient masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρκετόν — ἀρκετός sufficient masc acc sg ἀρκετός sufficient neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρκεταί — ἀρκετός sufficient fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρκετοῖς — ἀρκετός sufficient masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρκετοί — ἀρκετός sufficient masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρκετούς — ἀρκετός sufficient masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρκετή — ἀρκετός sufficient fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”